|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
(ξε)Φουρνίζοντας ιστορία!
 |
|
|
Η λέξη ψωμί ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα «ψώω», δηλαδή τρίβω, αλέθω, ή από το «ψωμίζω» δηλαδή τρέφομαι βάζοντας μικρά κομματάκια στο στόμα.
Η ιστορία του ψωμιού είναι τόσο μεγάλη, σχεδόν όσο και η παρουσία του ανθρώπου πάνω στη γη. |
Ήταν και είναι το κυρίαρχο στοιχείο του τραπεζιού σε όλους τους πολιτισμούς, παλαιότερους και νεότερους και ο τρόπος που χρησιμοποιείτο είχε πολλές φορές και τελετουργικό χαρακτήρα αφού προσφερόταν ως σύμβολο ευεργετικής δύναμης.
Το πρώτο ψωμί που φτιάχτηκε πιθανόν να ήταν μια εκδοχή πάστας σιτηρών, φτιαγμένης από καβουρδισμένους και αλεσμένους κόκκους δημητριακών και νερό, και μπορεί να προέκυψε τυχαία κατά το μαγείρεμα ή και σκόπιμα μετά από πειραματισμό με αλεύρι ολικής αλέσεως και νερό όπου το πιο πιθανό είναι να ήταν άζυμο.
Ανάλογα με τα προϊόντα του κάθε τόπου, την ιστορία, τις κοινωνικές και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, αλλά και τις ανάγκες των ανθρώπων εξελίχθηκε και το ψωμί διαφορετικά από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή.
Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν θαλασσινό αλάτι στο ψωμί για νοστιμιά. Ανάμεσα στις πολλές ποιότητες ψωμιού που παρασκευάζονταν στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο ζυμίτης, από αλεύρι, νερό και προζύμι, ο άζυμος, από αλεύρι και νερό, ο σιμιγδαλίτης, από λεπτότατο αλεύρι προερχόμενο από καλής ποιότητας σιτάρι κλπ. Περισσότερο δημοφιλές ήταν το λευκό ψωμί και μεταξύ των πόλεων υπήρχε πολύ έντονος ανταγωνισμός για το καλύτερο ψωμί. Η Αθήνα «καμάρωνε» για τον Θεάριο, τον καλύτερο αρτοποιό της, το όνομα του οποίου βρισκόταν στα γραπτά πολλών συγγραφέων. Καθώς το ψωμί για τους αρχαίους Έλληνες ήταν το βασικό προϊόν κατανάλωσης, με τη λέξη άρτος εννοούσαν τόσο το ψωμί όσο και το φαγητό γενικότερα.
Τα πρώτα οργανωμένα αρτοποιεία εμφανίστηκαν στη Ρώμη επί αυτοκράτορα Τραϊανού το 97-117 μ.Χ. |
|
|
|
|
|
|
|
|
|